- αποκινος
- ἀπόκινοςἀπό-κῑνοςὅ1) способ улизнуть
(ἀπὸ τοῦ δεσπότου Arph.)
2) апокин (род шуточной пляски) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀπὸ τοῦ δεσπότου Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόκινος — ἀπόκινος, ο (Α) είδος άσεμνου χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο κινώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
ἀπόκινος — ἀπόκῑνος , ἀπόκινος comic dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… … Dictionary of Greek
ἀπόκινον — ἀπόκῑνον , ἀπόκινος comic dance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)